- περικεκομμένως
- Αεπίρρ. με συντομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκομμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού περικόπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικεκομμένως — περικόπτω cut all round perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՏԱԿՈՏՈՐ — ( ) NBH 2 0057 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c, 14c ա.գ.մ. περικόψας, περικεκομμένως, κόμματα եւն. Ի հատուածս կոտորեալ, եւ կոտորելով. կցկտուր իրք, եւ կրճատեալ. կըսկտուր, կտորբրդուճ. ... *Յօրինակէ եւ ʼի գրողէ յոյժ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)